επιξανθος

επιξανθος
    ἐπίξανθος
    ἐπί-ξανθος
    2
    рыжеватый, русый
    

(λαγώς Xen.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "επιξανθος" в других словарях:

  • ἐπίξανθος — inclining to yellow masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίξανθον — ἐπίξανθος inclining to yellow masc/fem acc sg ἐπίξανθος inclining to yellow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίξανθοι — ἐπίξανθος inclining to yellow masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίξανθο — το (Α ἐπίξανθος, ον) (για ζώα, φυτά κ.λπ.) αυτός που κλίνει προς το ξανθό χρώμα, κιτρινωπός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το επίξανθο δέρμα εμποτισμένο με λιπαρές ουσίες με το οποίο κατασκευάζονται διάφορα είδη εξαρτύσεως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί, με… …   Dictionary of Greek

  • ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»